- χελιδόνιος
- χελῑδόνιος , χελιδόνιοςof the swallowmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χελιδόνιος — και χελιδόνειος, ον, θηλ. και ία, Α [χελιδών, όνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χελιδόνι (α. «χελιδόνιον τεῑχος» τείχος χτισμένο από χελιδόνια, Θράσυλλ. β. «χελιδόνιον μέλος» το τραγούδι τού χελιδονιού, λεξ. Σούδα) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ… … Dictionary of Greek
χελιδονείων — χελῑδονείων , χελιδόνειος masc/fem/neut gen pl χελῑδονείων , χελιδόνιος of the swallow fem gen pl χελῑδονείων , χελιδόνιος of the swallow masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελιδονία — χελῑδονίᾱ , χελιδόνιος of the swallow fem nom/voc/acc dual χελῑδονίᾱ , χελιδόνιος of the swallow fem nom/voc sg (attic doric aeolic) χελιδονίᾱ , χελιδονία swallow s nest fem nom/voc/acc dual χελιδονίᾱ , χελιδονία swallow s nest fem nom/voc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελιδονίας — χελῑδονίᾱς , χελιδόνιος of the swallow fem acc pl χελῑδονίᾱς , χελιδόνιος of the swallow fem gen sg (attic doric aeolic) χελιδονίᾱς , χελιδονία swallow s nest fem acc pl χελιδονίᾱς , χελιδονία swallow s nest fem gen sg (attic doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελιδονίων — χελῑδονίων , χελιδόνιον celandine neut gen pl χελῑδονίων , χελιδόνιος of the swallow fem gen pl χελῑδονίων , χελιδόνιος of the swallow masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελιδόνειον — χελῑδόνειον , χελιδόνειος masc/fem acc sg χελῑδόνειον , χελιδόνειος neut nom/voc/acc sg χελῑδόνειον , χελιδόνιος of the swallow masc acc sg χελῑδόνειον , χελιδόνιος of the swallow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελιδόνιον — χελῑδόνιον , χελιδόνιον celandine neut nom/voc/acc sg χελῑδόνιον , χελιδόνιος of the swallow masc acc sg χελῑδόνιον , χελιδόνιος of the swallow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελιδόνειος — ον, Α βλ. χελιδόνιος … Dictionary of Greek
χελιδόνια — τὰ, Α βλ. χελιδόνιος … Dictionary of Greek
χελιδονείοις — χελῑδονείοις , χελιδόνειος masc/fem/neut dat pl χελῑδονείοις , χελιδόνιος of the swallow masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)